- προχέω
- και ποιητ. τ. προχεύω, ΜΑ [χέω, χεύω]χύνω, εκβάλλω προς τα εμπρός (α. «αἷμα προχυθέν», Δίων Κάσσ.β. «σπονδὰς προχέαντες», Ηρόδ.γ. «προχέειν ῥόον εἰς ἅλα δῑαν», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. μτφ. α) (για πλήθος ανθρώπων) ξεχύνομαι, καλύπτω έκταση («ἐς πεδίον προχέοντο», Ομ. Ιλ)β) βγάζω φωνή, εκφωνώ και ακούγεται η φωνή μου (α. «προχεόντων ὄπα γλυκεῑαν», Πίνδ.β. «προχέειν λίγειαν ὀμφήν», Ανακρεόντ.)3. παθ. προχέομαιπροεξέχω («τὰς προκεχυμένας ἄκρας», Φίλ.).
Dictionary of Greek. 2013.